Όλα ξεκίνησαν πριν δύο έτη, όταν τέσσερις Ηρακλειώτες οργανοπαίχτες με καταβολές και γνώσεις από δύο διαφορετικές μουσικές ελληνικές λαϊκές παραδόσεις συναντήθηκαν. Αυτό που τους έφερε κοντά και τελικώς κατάφερε να εκφραστεί με την παραγωγή της παρθενικής τους δισκογραφικής δουλειάς ήταν οι προβληματισμοί τους σχετικά με θέματα ταυτότητας, αλλοτρίωσης του ελληνικού παραδοσιακού ήχου, της εκκίνησης διαδικασιών δημιουργίας και ανάπλασης της παράδοσης εντός των ορίων της πόλης, μα και το όραμα να πειραματιστούν μουσικά, διασταυρώνοντας την Κρητική λαϊκή παράδοση με τη Μικρασιάτικη λαϊκή παράδοση, δίνοντας έμφαση στην τροπική απόδοση των κομματιών που έχει τις ρίζες της στις κλίμακες του Οκτώηχου της Βυζαντινής μουσικής, φορέας των οποίων είναι η μικρασιάτικη μουσική.
Μια μουσική ανταλλαγή που γίνεται πια από επιλογή και δική τους βούληση, να δεθούν με την πόλη που ζουν και τους ανθρώπους της, και όχι μια ανταλλαγή που έγινε <<υποχρεωτικά>> και βίαια, όσο βίαιος ήταν και ο ξεριζωμός από την πατρώα γη το 1922, όπου οι Μικρασιάτες φέρνουν τα τραγούδια και τους χορούς τους στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα και παίρνουν τα δικά της, όπως μας αναφέρει ο Φοίβος Ανωγειανάκης.
Ο Βασίλης ο Πασπαράκης - γνωστός ανωγειανός δεξιοτέχνης λυράρης- ακούγοντας αυθεντικές εκτελέσεις της πρώτης περιόδου της δισκογραφίας της χώρας (1900-1930), μαγεύεται από τα σμυρναίικα που τραγουδούν και παίζουν κρητικοί οργανοπαίχτες και παρακινείται να τα μάθει, ερχόμενος πιο κοντά στην άλλη του μισή καταγωγή, τη μικρασιάτικη. Παράλληλα όμως, αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να δώσει ένα τέτοιο ηχόχρωμα στα κρητικά τραγούδια που ήδη παίζει.
Ο Μηνάς Παιγνιωτάκης που υπήρξε από τους ανθρώπους που καθιέρωσαν τις τελευταίες δεκαετίες τα παραδοσιακά κρουστά στην κρητική μουσική, μοιράστηκε τις ανησυχίες του Βασίλη Πασπαράκη για αυτή την μουσική διασταύρωση και το όραμα για τον πειραματισμό. Γίνεται ο συνδετικός κρίκος του Βασίλη με το υπόλοιπο μουσικό σχήμα, τον πρωτοψάλτη της Βυζαντινής Μουσικής Μιχάλη Χανιωτάκη και τον φίλο και συνεργάτη του για χρόνια, ουτίστα Στέλιο Κασαπάκη. Η επικοινωνία, η ζεστασιά και η αμοιβαία εκτίμηση ήταν συναισθήματα που γεννήθηκαν αβίαστα, αυτόματα και δεν άργησε να δέσει η ομάδα και να αρχίσει να δουλεύει. Λειτουργούν μεταξύ τους σαν δάσκαλος με μαθητή, με τους ρόλους αυτούς συχνά να εναλλάσσονται, ενώ κάθε φορά ο δάσκαλος δεν κρατάει τα <<μυστικά>> της τέχνης του για τον εαυτό του, αλλά τα μοιράζεται.
Εξαρχής έγινε ξεκάθαρη η άποψη του Μιχάλη Χανιωτάκη ότι συμμερίζεται
την ιδέα, και αυτό που θα επιθυμούσε να θέσει ως προτεραιότητα το σχήμα, θα ήταν να διασκευαστούν τα κρητικά τραγούδια με τρόπο τέτοιο ώστε να διαπραγματεύονται με έμφαση την αίσθηση της <<τροπικής>> (modal) δομής και της <<φυσικής κλίμακας>>, όπως έχει διδαχθεί ο ίδιος από τους ήχους της Βυζαντινής Μουσικής.
Είναι βαθιά η πεποίθηση όλων ότι οι γνώσεις αυτές θα βοηθήσουν να οξυνθεί η παραδοσιακή ακουστική ευαισθησία ενώ ταυτόχρονα θα αποδοθεί πιο εύστοχα το ήθος του ήχου, το αίσθημα του τότε κρητικού λαϊκού δημιουργού μα κυρίως θα βοηθήσει τον κάθε οργανοπαίχτη του σχήματος να αποδώσει ακραιφνώς την ατομική και ομαδική ψυχική του διάθεση.
Μετά το 1922, χάρη στο γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο εισδύει πρώτα στις πόλεις κι έπειτα στα χωριά η ελαφρά μουσική της Δύσης. Οι λαϊκοί μουσικοί και τραγουδιστές εξακολουθούν βέβαια να παίζουν στα πανηγύρια και στους γάμους, αλλά στις πόλεις όπου ζουν, δέχονται συνεχώς, μέρα και νύχτα, την επίδραση της ελαφράς δυτικής μουσικής. Σιγά σιγά, αμβλύνεται η ακουστική τους ευαισθησία με αποτέλεσμα να τραγουδούν και να παίζουν στη συγκερασμένη κλίμακα ενώ στην οργανική συνοδεία αρχίζει να ακολουθείται η τεχνική της δυτικής αρμονίας.
Στο νέο αυτό ηχογράφημα παρουσιάζονται διασκευασμένα δεκατέσσερα κλασσικά τραγούδια της κρητικής λαϊκής παράδοσης (χορευτικοί και καθιστικοί σκοποί, οργανικά κομμάτια, ενδιαφέροντες ελεύθεροι αυτοσχεδιασμοί) καθώς και τρεις νέες συνθέσεις.
Κατά την ηχογράφηση, έγινε προσπάθεια παραγωγής ενός χειροποίητου σχεδόν ήχου, -όχι βέβαια από καμιά απίθανη τάση να μιμηθεί την ατμόσφαιρα των αυθεντικών εκτελέσεων, - παρά μόνον προς χάριν της πιστότερης απόδοσης της τροπικότητας των κομματιών. Η σύγχρονη βιομηχανία ηχογραφημάτων, δυστυχώς, εκτός βέβαια των πλεονεκτημάτων της, έχει συμβάλει πολύ στην τυποποίηση και ομογενοποίηση του ήχου της παράδοσης. Προκειμένου, υποτίθεται, να βελτιωθεί ο ήχος, <<στυλιζάρεται>> η παραδοσιακή μελωδία μέσα στα στούντιο ηχογράφησης κι έτσι σιγά σιγά χειραγωγείται το κοινό και οδηγείται στην άγνοια και απώλεια της ταυτότητάς του. Ο ήχος όπως πίστευαν οι παλιοί οργανοπαίχτες, καλυτερεύει με το συνεχές δούλεμα, <<τρώγεται>> ο οργανοπαίχτης ο ίδιος με το όργανό του, <<να ομολογήσει καλά τις φωνές>>.
Τα όργανα που αποτελούν το σχήμα εξυπηρετούν τους στόχους αυτής της μουσικής απόπειρας. Άταστα ανοιχτά όργανα για να αποδοθούν ελεύθερα οι δρόμοι σε συνδυασμό με δυο και τρία κρουστά.
Μουσικολογικά, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο ενορχηστρωτικός ήχος που παράγεται από τον συνδυασμό της λύρας με το κανονάκι, τη συνοδεία με ούτι αντί του λαούτου και τη χρήση πολλών κρουστών. Το διασταλτικό ύφος και ο πανηγυρικός χαρακτήρας των χορευτικών σκοπών, αποδίδεται εύστοχα από τη λύρα αλλά και το κανονάκι, με το τελευταίο να προσφέρει, ιδιαίτερα μαζί με το ούτι, στον παθητικό και γλυκύ χαρακτήρα των καθιστικών σκοπών και των αυτοσχεδιασμών. Το κανονάκι, πότε σε ρόλο σολιστικό να προσφέρει στις ψηλές τονικότητες ήχο που ξαφνιάζει, πότε σε ρόλο συνοδευτικό. Ενίοτε παρατηρείται και η λύρα να προσφέρει συνοδευτικά, κάτι που δε συνηθίζεται. Γίνεται, επίσης, μια μικρή απόπειρα αρμονικών διφωνιών μεταξύ του κανονιού και της λύρας. Η συνοδεία του ουτιού δεν ξυπνάει τα πάθη, αντίθετα τα συγκρατεί με σωφροσύνη για να κρατήσει τις ισορροπίες. Με ζεστασιά και μεράκι, τονίζει την σεμνότητα και τη μεγαλοπρέπεια των κομματιών και αναδεικνύει τη φωνή και τα όργανα που σολάρουν.
Με την ποικιλία των ρυθμικών αγωγών σε αυτό το νέο ηχογράφημα, όπου αλλού με μικρότερη και αλλού με μεγαλύτερη ταχύτητα εκτέλεσης των κινήσεων των μουσικών τραγουδιών, δεν ομογενοποιείται το άκουσμα αυτού του CD και συνεπώς δεν κουράζει τον ακροατή. Ούτε μονότονα υποτονικό το άκουσμα αυτό ούτε μονότονα σε μεγάλες ταχύτητες, όπως συνηθίζεται στην εποχή μας. Αντιθέτως, ο ακροατής απολαμβάνει μια φυσικότητα στη ροή της μουσικής. Σε ορισμένους συρτούς γίνεται προσπάθεια να ολοκληρωθεί μια μαντινάδα στα 64 μέτρα και γι’ αυτό το σκοπό το μόνο που προστέθηκε από την πρώτη αυθεντική ηχογράφηση ήταν κάποιες μουσικές γέφυρες που εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτό και ταυτόχρονα δίνουν μια νέα πινελιά στην κρητική μουσική αφού έχουν συνθετικό χαρακτήρα. Παράλληλα πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα κρουστά τονίζουν στα σημεία που τονίζει η μουσική φράση προκειμένου να κατανοηθεί καλύτερα από τον ακροατή. Δεν χρησιμοποιείται ένα μόνο κρουστό παρά δύο και τρία.
Στους αυτοσχεδιασμούς (ταξίμια) που γίνονται από τα όργανα και έχουν ενδιαφέρον για την κρητική μουσική, παρατηρούμε ότι δεν γίνονται αυθαίρετα και με ανεξέλεγκτη φαντασία, αλλά όπως επιτάσσουν οι σταθεροί κανόνες της παραδοσιακής μουσικής, δηλαδή ενώ είναι υφίσταται στην ουσία χρόνος, στηρίζονται στα συνημμένα τετράχορδα και μεταφέρονται ομαλώς από τη βάση στους φθόγγους που δεσπόζουν στις καταλήξεις κ.λ.π.
Το παίξιμο των οργάνων είναι σαφώς δεμένο, αναπτύσσεται διάλογος μεταξύ μουσικών και ο καθένας αναπτύσσει την προσωπική του τέχνη χωρίς ούτε μια στιγμή να παύει να ενεργεί στο όνομα της <<κοινότητας>> από την οποία προέρχεται. Συνολικά, εκπέμπεται εκφραστική δύναμη. Δίνεται στον ακροατή η αίσθηση της χορευτικής και διεγερτικής διάθεσης σε πολλά σημεία μέσα σε αυτή τη δουλειά. Άλλοτε συνδυάζεται το απλό με το μεγαλοπρεπές, και η γλύκα με τη σεμνότητα. Αλλού ο ακροατής αφήνεται πιο ελεύθερος να εκφράσει τα πάθη της ψυχής του μήπως και εξημερώσει τα άγρια θηρία που κρύβει μέσα του.
Φωνητικά, ο Μ. Χανιωτάκης, και με τον δικό του τρόπο αντάξιος της οικογενειακής παράδοσης που φέρει, κατορθώνει να αποδώσει τα διαστήματα, τις έλξεις και τα μικροδιαστήματα, υποδειγματικά και αντάξια με τις πρότυπες ηχογραφήσεις. Η φωνή του εκφράζει ειλικρινές πάθος.
Από την άλλη, η λύρα αποδίδει τα μέρη της όπως δεν έχουμε συνηθίσει, με το Β. Πασπαράκη να αποδίδει τους ήχους με το σύρσιμο των δαχτύλων του σε μικρότερα του τόνου μικροδιαστήματα. Έτσι, το ημιτόνιο πάυει να υπάρχει και κυριαρχούν ελάσσονες και ελάχιστοι τόνοι. Από την άλλη, δοκιμάζει τον ήχο από διάφορες λύρες και επιλέγει την κατάλληλη ανάλογα την ερμηνεία του κάθε τραγουδιού. Ζωηρό, επιβλητικό δωρικό παίξιμο, της πολεμικής και της σωφροσύνης. Εκρηκτικότητα και πάθος που ξεχύνεται χωρίς συστολές. Το παίξιμό του φανερώνει εσωτερικότητα και δυναμισμό.
Η μεγαλύτερη προσφορά αυτού του νέου ηχογραφήματος είναι η ανάδειξη ποικιλόμορφων στοιχείων ελληνικότητας και η ενίσχυση της ιστορικής μνήμης. Ήχος και διάθεση χαράς και ανάτασης που δε βαραίνει τον ακροατή αλλά τον έλκει να εξοικειωθεί με τα ξεχασμένα αυτά στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής. Προκύπτουν όμως και καινοτομίες από τη συγκεκριμένη μουσική διασταύρωση που έχουν ενδιαφέρον για τον ακροατή και μουσικολογικά για την κρητική και μικρασιάτικη παράδοση.
Η φυσιολογική ροή της παράδοσης είναι από τα χωριά (πρωτογενείς τόποι παραγωγής και διάδοσης του παραδοσιακού τραγουδιού) προς τις πόλεις και όχι το αντίστροφο. Αυτή θα πρέπει να είναι η πηγή ακόμα και σήμερα. Οι παραδοσιακοί οργανοπαίχτες που ζουν στις πόλεις οφείλουν να διατηρούν τη σχέση τους με τον τόπο καταγωγής τους αλλά και να εκκινήσουν παράλληλες διαδικασίες δημιουργίας στις πόλεις. Να δεθούν με το τόπο όπου ζουν και με τους ανθρώπους του.
Τις <<ΡΙΖΕΣ>> αποτελούν οι μουσικοί:
Λύρα: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΣΠΑΡΑΚΗΣ
Κανονάκι, φωνητικά: ΜΙΧΑΗΛ ΧΑΝΙΩΤΑΚΗΣ
Ούτι: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΣΑΠΑΚΗΣ
Παραδοσιακά κρουστά: ΜΗΝΑΣ ΠΑΙΓΝΙΩΤΑΚΗΣ
Οι συντελεστές του δίσκου είναι:
Ηχογράφηση/ Μίξη ήχου: Μιχαήλ Χανιωτάκης, Mastering: Μιχάλης Μαυράκης
Φωτογράφιση: Διονύσης Νικητόπουλος
Σχεδιασμός & εικονογράφηση: Μαργαρίτα Κονδυλάκη
Παραγωγή: Μιχαήλ Χανιωτάκης
Αποκλειστικά δικαιώματα: Αεράκης - Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι & Σείστρον © 2016, Πλ. Κοραή 14, Τ.Κ. 71202, Ηράκλειο Κρήτης, Τηλ. & Φαξ. +302810225758, aaerakis@gmail.com, www.aerakis.net
Ιδιαίτερες ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθειά τους στους Μιχάλη Μαυράκη, Paul Goodman, Ανδρέα Αεράκη
Σύνταξη κειμένου: Αθηνά Ξυλούρη, Επιμέλεια κειμένου: Αντιγόνη Χανιωτάκη
Περιεχόμενα:
1. Συρτός Αποκορωνιώτικος
Εκτέλεση: Ανδρέας Ροδινός. Έτος: 1934
2. Συρτός Σεληνιώτικος
Παραδοσιακά Συρτά εκ Σελίνου Χανίων
Εκτέλεση: Αντώνιος Παπαδάκης (Καρεκλάς). Έτος: 1935
3. Ανωγειανός Πηδηχτός Χορός
Σύνθεση: Άγνωστος / Παραδοσιακή
4. Νέος Ρεθυμνιακός Συρτός
Σύνθεση: Βασίλειος Πασπαράκης (Καραµπάτος)
5. Τα βάσανά μου χαίρομαι
Σύνθεση: Στυλιανός Φουσταλιεράκης
Ερµηνεία: Μπερνιδάκης Ιωάννης. Έτος: 1938
6. Ταξίμι Ούτι - Συρτός της θάλασσας (Μπαρμπούνι)
Σύνθεση: Νικόλαος Τζέγκας
Πρώτη εκτέλεση: Γεώργιος Κουτσουρέλης. Έτος: 1935
7. Συρτός Κρητικός
Σύνθεση: Βασίλειος Πασπαράκης (Καραµπάτος)
8. Ταξίμι Κανονάκι - Συρτός
Πρώτος (Κρυφά για σένα)
Συνθεση: Στυλιανός Φουσταλιεράκης. Έτος: 1947
9. Νέος Ανωγειανός Συρτός
Σύνθεση: Βασίλειος Πασπαράκης (Καραµπάτος)
10. Έξω τ’αχείλι μου γελά
Σύνθεση: Στυλιανός Φουσταλιεράκης, Τραγ.: Γεώργιος Τζιµάκης,
Στιχ.: Γεώργιος Τζιµάκης. Έτος: 1950
11. Συρτός Λεβέντης
Παραδοσιακά Συρτά εκ Αποκορώνου Χανίων
Σύνθεση: Αντώνιος Παπαδακης (Καρεκλάς). Έτος: 1937
12. Συρτός της Νύχτας
(Φεγγάρι μου λαμπρότατο)
Σύνθεση: Στυλιανός Φουσταλιεράκης. Έτος: 1947
13. Συρτά Στραβού
Σύνθεση: Παραδοσιακή εκ Κισσάµου Χανίων
∆ιασκευή - Εκτέλεση: Εµµανουήλ Πασπαράκης (Στραβός)
14. Ταξίμι Λύρα - Ρεθυμνιώτικος Βαρύς ( Δακρύζω με παράπονο)
Σύνθεση Παραδοσιακή.
Πρώτη εκτέλεση: Ιωάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης),
Λύρα: Εµµανουήλ Λαγουδάκης. Έτος: 1938
15. Νέος Σπηλιανός Συρτός